ανυφαντής

ανυφαντής
Επώνυμο εθνικών αγωνιστών. 1. Α. ο Βυζαριανός (18ος αι.). Αρματολός από το χωριό Βυζάρι της επαρχίας Αμαρίου, στην Κρήτη. Νέος κατέφυγε στη Γαλλία, όπου κατατάχθηκε στον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Αιγύπτου κατά την οποία και διακρίθηκε. Γύρισε αργότερα στην πατρίδα του, όπου περίπου για δύο χρόνια πολέμησε τους Τούρκους, ιδιαίτερα τους Αμπαδιώτες, επικεφαλής σώματος αρματολών. Σκοτώθηκε στο Βυζάρι, όταν κατέβηκε στην εκκλησία του χωριού του για να παραστεί στην Ανάσταση. Εκεί περικυκλώθηκε από πολυάριθμους Τούρκους, που επικράτησαν μετά από πολύνεκρη μάχη και, αφού τον συνέλαβαν πληγωμένο θανάσιμα, κατακομμάτιασαν το σώμα του. 2. Ιωάννης. Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το χωριό Βελίτσα της Λοκρίδας. Πολέμησε και τραυματίστηκε σε πολλές μάχες, κοντά στον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Σκοτώθηκε σε συμπλοκή με Αλβανούς, κοντά στο χωριό του.
* * *
ο (θηλ. -ντρια, -ντρα, -ντού) (Μ ἀνυφαντής)
1. ο υφαντής, αυτός που υφαίνει ή που ξαναϋφαίνει
2. η αράχνη η υφαντική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνυφάντης — one who weaves anew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανυφαντής — ο θηλ. άντρα και αντού ο υφαντής: Στο χωριό τη θεωρούσαν την καλύτερη ανυφάντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλυφαντής — Αρματολός που καταγόταν από την Αρκαδία. Σκοτώθηκε από τους Τούρκους πριν αρχίσει η Επανάσταση, στον Άγιο Αθανάσιο στα Τρίκορφα. * * * ο ο ανυφαντής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. ανυφαντής με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • υφαντής — ο θηλ. υφάντρια και υφάντρα και φάντρα και ανυφάντρα τεχνίτης ειδικός στην υφαντική (βλ. λ.), ο ανυφαντής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”